πλεονεκτικότητα

πλεονεκτικότητα
[-ης (-ητος)] η
1) см. πλεονεξία; 2) преимущество; преимущественное, более выгодное положение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πλεονεκτικότητα" в других словарях:

  • πλεονεκτικότητα — η, Ν [πλεονεκτικός] 1. η ιδιότητα τού πλεονέκτη, το να είναι κανείς πλεονέκτης άπληστος 2. η κατάσταση τού πλεονεκτικού, το να βρίσκεται κανείς σε πλεονεκτική θέση, η υπεροχή …   Dictionary of Greek

  • πλεονεκτικότητα — η 1. το να είναι κανείς πλεονέκτης, απληστία. 2. κατάσταση του πλεονέκτη, υπεροχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπεροχή — η 1. το να υπερέχει κανείς (σε μέγεθος, ποσότητα, ικανότητα, αξία κτλ.), υπερτέρηση, πλεονεκτικότητα: Είναι αναμφισβήτητη η υπεροχή του ελληνικού ελαιόλαδου. 2. (μαθ.), ο αριθμός που προκύπτει από την αφαίρεση, το υπόλοιπο, η διαφορά. 3. (νομ.),… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»